- πρεσβυοφρενία
- η, Νιατρ. κλινική μορφή τής γεροντικής άνοιας στην οποία προεξάρχουν διαταραχές τής μνήμης, με εσφαλμένες αναγνωρίσεις και με διαταραχή τού προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ενώ οι κοινωνικοί αυτοματισμοί διατηρούνται σχετικά καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. presbyophrenia < πρέσβυς + -φρενία (< φρένες), πρβλ. σχιζοφρενία].
Dictionary of Greek. 2013.